καταναγκάζομαι

καταναγκάζομαι
καταναγκάζω
force back
pres ind mp 1st sg
καταναγκάζω
force back
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταναγκάζομαι — καταναγκάζομαι, καταναγκάστηκα, καταναγκασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατηναγκασμένως — (Α) επίρρ. κατ ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος τού ρ. καταναγκάζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”